- νωθρῇ
- νωθρόςheavyfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωθρή — νωθρός heavy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
μικρόνους — ουν 1. αυτός που έχει νωθρή διάνοια, ο διανοητικώς καθυστερημένος 2. αυτός που προέρχεται από μικρό νου ή αυτός που αρμόζει σε μικρό νου («μικρόνουν σχέδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νους (πρβλ. παρά νους). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Δ.Γ … Dictionary of Greek
Γέργιθες — Αρχαίος λαός της Τροίας, που κατοικούσε στα νότια τμήματά της μέχρι την Κύμη, συγγενείς με τους Τεύκρους, γι’ αυτό και ονομάζονται από τον Ηρόδοτο Γ. Τεύκροι. Το όνομα Γ. έδιναν εξάλλου οι πλούσιοι της Μιλήτου στις κατώτερες λαϊκές τάξεις.… … Dictionary of Greek